νερουλιάζω

νερουλιάζω
αμετ.
1) становиться водянистым; 2) становиться дряблым, вялым (о мышцах);

§ έχει νερουλιάσει το μυαλό του — он стал слабоумным; — он выжил из ума


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νερουλιάζω" в других словарях:

  • νερουλιάζω — νερουλιάζω, νερούλιασα, νερουλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νερουλιάζω — [νερουλός] 1. κάνω κάτι νερουλό 2. γίνομαι νερουλός 3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός 4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω …   Dictionary of Greek

  • νερουλιάζω — νερούλιασα, νερουλιασμένος 1. αμτβ., γίνομαι νερουλός. 2. είμαι ή γίνομαι πλαδαρός (όχι σφιχτοδεμένος): Νερουλιασμένα μπράτσα. 3. μτφ., δεν είμαι γερός, στέρεος, σωστός, δεν μπορώ να σκεφτώ, ανοηταίνω: Νερούλιασε το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερούλιασμα — το [νερουλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νερουλιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»